ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ
Σαν έξαφνα μεσάνυχτ' ακουσθεί
αόρατος θύασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές -
την τύχη σου που ενδίδει πιά, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες μη ανωφέλητα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος απο καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πείς πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου'
μάταιες ελπίδες τέτοιες μη καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος απο καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
και άκουσε με συγκίνηση, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυση τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.
Σαν έξαφνα μεσάνυχτ' ακουσθεί
αόρατος θύασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές -
την τύχη σου που ενδίδει πιά, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες μη ανωφέλητα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος απο καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πείς πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου'
μάταιες ελπίδες τέτοιες μη καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος απο καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
και άκουσε με συγκίνηση, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυση τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.
ΚΕΡΙΑ

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ' εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα-
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων'
τα πιο κοντάβγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω' με λυπεί η μοερφή των,
και με λυπεί το πρώτο φώς των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.
Δε θέλω να γυρίσω, να μη διώ και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ' εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα-
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων'
τα πιο κοντάβγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω' με λυπεί η μοερφή των,
και με λυπεί το πρώτο φώς των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.
Δε θέλω να γυρίσω, να μη διώ και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.
ΣΤΑ 200 Π.Χ.
"Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλήν Λακεδαιμονίων-"
Μπορούμε κάλλιστα να φαντασθούμε
πως θ' αδιαφόρησαν παντάπασι στη Σπάρτη
για την επιγραφήν αυτή. "Πλήν Λακεδαιμονίων",
μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται
για να τους οδηγούν και για να του προστάζουν
σαν πολίτιμους υπηρέτας. Άλλωστε
μια πανελλήνια εκστρατεία χωρίς
Σπαρτιάτη βασιλέα για αρχηγό
δεν θα τους φαίνόταν πολλής περιωπής.
Α βεβαιότατα "πλήν Λακεδαιμονίων".
Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται.
Έτσι, πλήν Λακεδαιμονίων στο Γρανικό'
και στην Ισσό μετά' και στην τελειωτική
την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός
που στ' Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι:
που απ' τ' Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κ' εσαρώθη.
Κι απ' την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη : βγήκαμ' εμείς'
ελληνικός καινούργιος κόσμος, μέγας.
Εμείς' οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ' οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτουκαι Συρίας,
κ' οι εν Μηδία, κ' οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικρατείες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ως μεσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς.
Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!
ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος'
με μιάν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μές στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμη και λόγο, κ' εμορφιά.
Ξέρει πού γέρασε πολύ' το νιώθει, το κυττάζει.
Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα'
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα- τί τρέλλα!-
την ψεύτρα που έλεγε: "Αύριο. Έχεις πολύν καιρό".
Θυμάται ορμές που βάσταγε' και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
καθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
...Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινησεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινή ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.
"Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλήν Λακεδαιμονίων-"
Μπορούμε κάλλιστα να φαντασθούμε
πως θ' αδιαφόρησαν παντάπασι στη Σπάρτη
για την επιγραφήν αυτή. "Πλήν Λακεδαιμονίων",
μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται
για να τους οδηγούν και για να του προστάζουν
σαν πολίτιμους υπηρέτας. Άλλωστε
μια πανελλήνια εκστρατεία χωρίς
Σπαρτιάτη βασιλέα για αρχηγό
δεν θα τους φαίνόταν πολλής περιωπής.
Α βεβαιότατα "πλήν Λακεδαιμονίων".
Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται.
Έτσι, πλήν Λακεδαιμονίων στο Γρανικό'
και στην Ισσό μετά' και στην τελειωτική
την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός
που στ' Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι:
που απ' τ' Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κ' εσαρώθη.
Κι απ' την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη : βγήκαμ' εμείς'
ελληνικός καινούργιος κόσμος, μέγας.
Εμείς' οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ' οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτουκαι Συρίας,
κ' οι εν Μηδία, κ' οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικρατείες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ως μεσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς.
Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!
ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος'
με μιάν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μές στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμη και λόγο, κ' εμορφιά.
Ξέρει πού γέρασε πολύ' το νιώθει, το κυττάζει.
Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα'
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα- τί τρέλλα!-
την ψεύτρα που έλεγε: "Αύριο. Έχεις πολύν καιρό".
Θυμάται ορμές που βάσταγε' και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
καθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
...Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινησεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινή ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.
2 comments:
Ας βάλουμε κι ένα απ'τα ερωτικά του που είναι τόσο όμορφα για συμπλήρωμα
Επέστρεφε
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται...
Επίσημος Δικτυακός Τόπος του Αρχείου Καβάφη
Post a Comment