Η νέα γυναίκα, είκοσι τριών χρόνων, με πρόσωπο απίστευτα χλωμό, στεκόταν στην άκρη της θάλασας και κοιτούσε τον ορίζοντα. Κάτω απο τα μικροκαμωμένα πόδια της με τα βελουτέ μποράκια, μια ετοιμόρροπη σκάλα, με μια ετοιμόρροπη κουπαστή, οδηγούσε στο νερό.
Κοιτούσε περα μακριά, όπου έχασκε ο ορίζοντας, σκεπασμένος απο βαθύ, αδιαπέραστο σκοτάδι. Δε φαίνονταν ούτε αστέρια, ούτε θάλασσα καλυμμένη με παγο, ούτε φώτα. Έβρεχε δυαντά...
"Τι να είναι άραγε εκεί κάτω;" σκεφτόταν η γυναίκα κοιτάζοντας μακριά, προφυλαγμένη απο τον αέρα και τη βροχή με μια μουσκεμένη κοντή γούνα και ένα σάλι.
Κάπου εκεί, σ' αυτό το αδιαπέραστο σκοτάδι, θα πρέπει να βρίσκεται την ώρα αυτή ο άντρας της, ο γαιοκτήμονας Λιτβίνοφ, με τα αλιευτικά του. Αν η χιονοθύελλα των τελευταίων δύο ημερών στη θάλασσα δε σκεπασε με χιόνι τον Λιτβίνογ και τους ψαράδες του, τώρα θα πρέπει να κατευθύνονται προς την ξηρά. Η θάλασσα φούσκωσε και σύντομα θ' αρχίσει να σπάει τους παγους καταπώς λενε. Οι πάγοι δεν μπορούν να αντέξουν τον άνεμο αυτό. Θα προλάβουν άραγε τα αλιευτικά έλκηθρά τους, βαριά και δυσκίνητα, να φτάσουν στην ξηρά προτύ η κατάχλωμη γυναίκα ν' ακούσει το μουγκρητό της θάλασσας που ξυπναει;
Ήθελε να κατέβει, οπωσδήποτε. Η κουπαστή μετακινήθηκ κάτω απο το χέρι της, και βρεμένη, γλίστρησε, της ξέφυγε σαν ψάρι. Αναγκάστηκε να καθίσει και να δοκιμάσει να την κατέβει στα τέσσερα, κρατημένη γερά από τα παγωμένα βρώμικα σκαλοπάτια. Φύσηξε ο αέρας και άνοιξε τη γούνα της. Το στέρνο της μύριζε ξυνίλα.
"Άγιε Νικόλαε, θαυματουργέ, η σκάλα αυτή δεν έχει τελειωμό!" ψιθύρισε η νεαρή γυναίκα, μετρώντας ένα ένα τα σκαλάκια.
Ήταν ακριβώς δεκαεννιά, και κατέβαιναν σε ευθεία γραμμή, κι όχι ελικοειδώς, σχηματίζοντας οξεία γωνία με την επιφάνεια του νερού. Ο άνεμος τα ταρακουνούσε με μανία από τη μία πλευρά στην άλλη, κι αυτά έτριζαν, σαν τάβλα έτοιμη να σπάσει.
"Ποιός είναι;" ακούστηκε μια αντρική φωνή.
"Εγώ, Ντενίς..."
Ο Ντενίς , ψηλός, μεγαλόσωμος γέροντας, με μακριά γκρίζα γενειάδα, στεκόταν στην ακτή, στηριγμένος σε εάν μεγάο μπαστούνι και κοιτώντας, κι αυτός, το αδιαπέραστο σκοτάδι. Στεκόταν κι έψαχνε ένα στεγνό σημείο στα ρούχα του, για ν' ανάψει πάνω εκεί ένα σπίρτο και να καπνίσει το τσιμπούκι του.
"Εσείς είστε, αρχόντισσα Νατάλια Σεργκέγεβνα;" ρώτησε με κατάπληκτη φωνή. "Σε τέτοιο χμό; Τι κάνετε εδώ; Με τη διάπλασή σας και μάλιστα μετά τη γέννα, ένα κρύωμα μπορεί να είναι αιτία θανάτου. Γυριστε σπίτι, μητερούλα!"
Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε το κλαμα μιας γριάς. Έκλαιγε η μάνα του ψαρά Γεφσέι, που είχε φύγει με τον Λιτβίνοφ για ψάρεμα. Ο Ντενίς αναστέναξε και κούνησε το χέρι.
"Έζησες κι εσύ γριά" είπε απευθυνόμενος στο κενό, "στον κόσμο ετούτο εβδομήντα χρονάκια, και σαν μικρό παιδί, δεν κατάλαβες τίποτα. Τα πάντα, ανόητη είναι θέλημα Θεού! Με τη γέρικη ανημπόρια σου, θα έπρεπε τώρα να κα΄θεσαι δίπλα στη σόμπα κιι όχι να στέκεσαι μέσα στην υγρασία! Πήγαινε στο καλό του Θεού!"
"Μα ο Γεφσέι μου, ο Γεφσέι! Έναν τον έχω, Ντενισάκι!"
"Θέλημα Θεού! Αν δεν του είναι γραμμένο να πεθάνει στη θάλασσα, τότε ακόμη κι αν η θάλασσα τον τσακίσει εκατό φορές, ζωντανός θα μείνει. Κι αν, μητέρα, του είναι γραφτό να βρεί το θάνατο αυτή τη φορά, τότε δε θα το κρίνουμε εμείς. Μην κλαίς, γριά! Δεν είναι μόνος του ο Γεφσέι στη θάλασσα! Είναι και ο άρχοντας Αντρέι Πετρόβιτς. Εκεί κι ο Φέντκα, κι ο Κουζμά, κι ο Ταρασένκο, ο Αλιόσκα..."
"Είναι όμως ζωντανοί, Ντενισάκο;" ρώτησε η Νατάλια Σεργκέγεβνα με τρεμάμενη φωνή.
"Ποιός να ξέρει, αρχόντισσα! Αν χθές, τρίτη μέρα τώρα, δεν τους πήρε η χιονοθύελλα, θα πρεπει να είναι ζωντανοί. Κι αν η θάλασσα δε σπάσει, τότε και πάλι θα είναι ζωντανοί. Δε βλέπειςόμως τι αέρας κι αυτός!"
"Κάποιος περπατάει στον πάγο!" είπε ξάφνου η νεαρή γυναίκα, με αφύσικα βραχνή φωνή, πισωπατώντας, σαν να φοβήθηκε.
Ο Ντενίς μισόκλεισε τα μάτια και αφουγκράστηκε.
"Όχι, αρχόντισσα, κανένας δεν ερχεται", είπε. "Ο χαζός ο Πέτκα κάθεται στη βάρκα και κουνάει τα κουπιά. Πετράκη!" φώναξε ο Ντενίς. "Κάθεσαι;"
"Κάθομαι, παππού!" ακούστηκε μια αδύναμη, άρρωστη φωνή.
"Πονάς;"
"Πονάω, παππού! Δεν έχω πια δυνάμεις!"
Στην ακτή, εκεί που άρχιζε ο πάγος, υπήρχε μια βάρκα. Στη βάρκα, στον πάτο της, καθόταν ένας ψηλός νεαρός με αδιανόητα μακριά πόδια και χέρια. Ήταν ο χαζο-Πετράκης. Με σφιγμένα τα δόντια και τρέμοντας ολόκληρος, κοιτούσε το μαύρο κενό, πασχόζοντας κι αυτός να διακρίνε κάτι. Κάτι περίμενε κι αυτός απο τη θάλασσα. Τα μακριά χέρια του κρατιόντουσαν από τα κουπιά, ενώ το αριστερό του πόδι ήταν διπλωμένο κάτω από το σώμα του.
"Πονάει ο χαζούλης μας!" είπε ο Ντενίς πλησιάζοντας τη βάρκα. "Το πόδι του πονάει του άμοιρου. Κι έχασε το μυαλό του από τον πόνο. Κι εσύ, βρε Πετράκη, καλύτερα να πήγαινες στη ζεστασιά! Εδώ θα κρυώσεις χειρότερα..."
Ο Πετράκης σιωπούσε. Έτρεμε και μόρφαζε απο τον πόνο. Του πονούσε ο αριστερός γοφός, το πίσω μέρος του, ακριβώς στο σημείο που περνούσε το νεύρο.
"'Αντε Πετράκη!" είπε ο Ντενίς με μαλακή, πατρική φωνή. "Πα 'νε, ξάπλωσε δίπλα στη σόμπα, κι ο Θεός θα δώσει, το πρωί το πόδι σου θα είναι καλύτερα!"
"Το νιώθω!" μουρμούρισε ο Πετράκης, σφίγγοντας τα σαγόνια του.
"Τι νιώθεις, χαζούλη;"
"Ο πάγος έσπασε".
"Πώς το νιώθεις;"
"Ακούω το θόρυβο. Το ένα βουητό είναι του αέρα, το άλλο του νερού. Κι ο άνεμος άλλαξε, έγινε πιο μαλακός, Καμια δεκαριά βέρστια από δω πέρα, σπάει τώρα ο πάγος".
Ο γέρος αφουγκράστηκε, για πολλή ώρα, αλλά μέσα στη γενική κοσμοχαλασιά δε διέκρινε τιποτα, ακτός απο το βουητό του ανέμου και το μονότονο ήχο της βροχής. Πέρασε μισή ώρα στην αναμονή και τη σιωπή. Ο άνεμος έκανε τη δουλειά του. ΓΙνόταν όλο και πιο κακός, και θα έλεγες ότι είχε αποφασίσει, παση θυσία, να σπάσει τον πάγο και να πάρει το γιο της γριάς και το σύζυγο της χλωμής γυναίκας. Η βροχή στο μεταξύ γινόταν όλο και πιο αδύναμη. Σύντομα έγινε τοσο αραιή που μπορούσες πια να διακρίνεις με΄σα στο σκοτάδι τις ανθρώπινες φιγούρες, το περίγραμμα της βάρκας και τη λευκότητα του χιονιού. Μέσα απο το βουητό του ανέμου μπορούσες τώρα να ξεχωρίσεις τις κωδωνοκρουσίες. Χτυπούσε η παλιά καμπάνα, πάνω, στο ψαράδικο χωριουδάκι. Οι άνθρωποι που έπεφταν σε χιονοθύελλα στη θάλασσα, έπρεπε να κατευθυνθούν προς αυτούς τους ήχους - ήταν το σωσίβιο από το οποίο αρπάχεται ο ναυαγός.
"Παππού, το νερό είναι πια κοντά! Το ακούς;"
Ο παππούς αφουγκράστηκε προσεχτικά. Τη φορά αυτή άκουσε ένα βουητό, που δεν έμοιαζε με του ανέμου ούτε με το θρόισμα των δέντρων. Ο χαζούλης είχε δίκιο. Δεν υπήρχε πια αμφιβολία ότι ο Λιτβίνοφ και οι ψαράδες του δε θα επέστρεφαν στη στεριά να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα.
"Ναι, βέβαια!" είπε ο Ντενίς. "Σπάει!"
Η γριά ούρλιαξε και σωριάστηκε κάτω. Η αρχόντισσα, μούσκεμα και τρέμοντας απο το κρύο, πλησίασε τη βάρκα κι έστησε αφτί. Τώρα άκουσε κι αυτή την απαίσια βουή.
"Μπορεί να είναι ο άνεμος!" είπε. "Ντενίς, είσαι σίγουρος ότι σπάει ο πάγος;"
"Είναι θέλημα Θεού!... Για τις αμαρτίες μας, κυρία..."
Ο Ντενίς αναστέναξε και συμπλήρωσε με τρυφερή φωνή:
"Πηγαίνετε επάνω, κυρία! Είστε ήδη εντελώς μουσκίδι".
Οι άνθρωποι που έστεκαν στην ακτή άκουσαν το σιγανό γέλιο, γέλιο παιδικό, ευτυχιμένο... Γελούσε η χλωμή νυναίκα. Ο ΝΤενίς ξερόβηξε. Πάντα έβηχε δυνατά όταν ήθελε να κλάψει.
"Έχασε το μυαλό της!" ψιθύρισε στη σκοτεινή σιλουέτα του άντρα δίπλα του.
Η ατμόσφαιρα έγινε πιο φωτεινή. Έλαμψε το φεγγάρι. Τώρα φαίνονταν όλα: και η θάλασσα με τους μισολιωμένους πάγους,και η αρχόντισσα, κι ο Ντενίς, κι ο χαζούλης ο Πετράκης, που μόρφαζε απο τον αβάσταχτο πόνο. Πιο πέρα στέκονταν οι χωρικοί που , για κάποιο λόγο, κρατούσαν στα χέρια ένα σκοινί.
Όχι μακριά απο την ακτή, ακούστηκε πρώτο φαρμακερό τρίξιμο. Σύντομα ακολούθησε και δεύτερο και τρίτο κι ο αέρας κατακλύστηκε απο έναν τρομαχτικό τριγμό. Η λευκή ατέλειωτη επιφάνεια κυμάτισε και σκοτείνιασε. Το τέρας ξύπνησε και άρχισε την ταραγμένη ζωή του. Το βουητό του ανέμου, ο θόρυβος του δάσους, τα βογκητά του Πετράκη και ο ήχος της καμπάνας, όλα πνίγηκαν στο μουγκρητό της θάλασσας.
"Πρέπει ν' ανέβουμε απάνω!" φώναξε ο Ντενίς. "Η ακτή θα πλημμυρίσει και θα πεταχτούν έξω οι πάγοι. Αλλά αρχίζει και ο όρθρος τώρα, παιδιά! Πηγαίνετε, μητερούλα αρχοντισσα! Ο Θεός το ήθελε!"
Ο Ντενίς πληρίασε τη Νατάλια Σεργκέγεβνα και την έπιασε προσεχτικά από τον αγκώνα...
"Πάμε μητερούλα!" είπε τρυφερά, με φωνή γεμάτη συμπόνια.
Η αρχόντισσα έσπρωξε με το χέρι της τον Ντενίς και ηκώνοντας ψηλά το κεφάλι πήγε προς τη σκάλα. Δεν ήταν πια τόσο θανάσιμα χλωμή: στα μάγουλά της παιχνίδιζε ένα υγιέστατο κόκκινο χρώμα, σαν να είχαν μεταγγίσει στον οργανισμό της φρέκο αίμα. Τα μάτια της δεν έμοιαζαν πια κλαμμένα, και τα χέρια που συγκρατούσν στο στήθος το σάλι της δεν έτρεμαν, όπως πρίν... Τώρα, καταλάβαίνε κι η ίδια ότι μόνη της, χωρίς βοήθεια από άλλους, θα μπορούσε να ανέωει την ψηλή σκάλα...
Φτάνοντας στο τρίτο σκαλί, σταμάτησε σαν κεραυνοβολημένη. Μπροστά της στεκόταν ένας ψηλός, γεροδεμένος άντρας με ψηλές μπότες και κοντή γούνα...
"Εγώ είμαι Νατάσα... Μη φοβάσαι!" είπε ο άντρας.
Η Νατάλια Σεργκέγεβνα παραπάτησε. Στον ψηλό προβάτινο σκούφο, στα μαύρα μουστάκια και τα μαύρα μαλλιά αναγνώρισε τον άντρα της, τον τσιφλικά Λιτβίνοφ. Ο άντρας τη σήκωσε στα χέρια και τη φίλησε στο μάγουλο, καλύπτοντάς την ταυτόχτονα με μια μυρουδιά από κραί και κονιάκ. Ήταν ελαφρώς μεθυσμένος.
"Να χαίρεσαι Νατάσα!" είπε. "Δε χάθηκα κάτω από το χιόνι και δεν πνιγηκα. Την ώρα της χιονοθύελλας, ε΄γω και οι ψαράδες μου φτάσαμε ως το Ταγκανρόκ, απ' όπου και ήρθα, σε σενα... και ήρθα..."
Ψεύδιζε, κι εκίνη, κατάχλωμη πάλι και τρέμοντας, τον κοιτούσε με κατάπληκτα, τρομαγμένα μάτια. Δεν πίστευε...
"Πώς μούσκεψες έτσι, πως τρέμεις!" μουρμούρισε εκείνος σφίγγοντάς την πάνω του...
Στο μεθυσμένο απο ευτυχία κι από ποτό πρόσωπό του απλώθηκε ένα απαλό, παιδκά γλυκό χαμόγελο... Τον περίμενε μέσα σ' αυτό το κρύο, μέσα στη νύχτα, μ' αυτό τον άθλιο καιρό! Αγάπη δεν είναι αυτό; Γέλασε απο ευτυχία...
Μια διαπεραστική κραυγή, που σου ξέσκιζε την ψυχή, ήρθε ως απαντηση στο ευτυχισμένο γέλιο του. Ούτε το μουγκρητό της θάλασσας, ούτε ο άνεμος, τίποτα δεν ήθαταν σε θέση να τη σκεπάσει. Με πρόσωπο παραμορφωμένο απο απόγνωση, η νεαρή γυναίκα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το ουρλιαχό που ξεπετάχτηκε από μέσα της. Ένα ουρλιαχτό που τα έλεγε όλα: και την παντρειά χωρίς τη θέλησή της, και την ακατανίκητη αντιπάθεια για τον άντρα της, και τη θλίψη της μοναξιάς, και, τέλος, την διαψευσμένη ελπίδα για μια ελεύθερη χηρεία. Όλη της η ζωή, με τις λύπες και τα δάκρυα και τον πόνο, ξεχύθηκε μ' αυτή την κραυγή, που δνε μπορούσαν να την πνίξουν ούτε οι πάγοι που έσπαγαν. Κι ο άντρας της την κατάλαβε αυτή την κραυγή, δε θα μπορούσε να μην την καταλάβει...
"Λυπάσαι που δεν με σκέπασε το χιόνι, που δνε με πλάκωσαν οι πάγοι!" ψιθύρισε.
Το κάτο χείλι του άρχισε να τρέμει, και στο πρόσωπότου απλώθηκε ένα πικρό χαμόγελο. Κατέβηκε απο το σκαλοπάτι και άφησε κάτω τη γυναίκα του.
"Ας γίνει το δικό σου, λοιόν!" είπε.
Γυρίζοντάς της την πλάτη, κατευθύνθηκε προς τη βάρκα. Πιο πέρα, ο Πετράκης, σφίγγοντας τα δόντια, τρέμοντας και πηδώντας στο ένα πόδι, τραβούσε τη βάρκα στο νερό.
"Για πού το 'βαλες;" τον ρώτησε ο Λιτβίνοφ.
"Πονάω, εξοχότατε! Θέλω να πνιγώ... Οι πεθαμένοι δεν πονάνε..."
Ο Λιτβίνοφ πήδηξε στη βάρκα. Ο χαζούλης τον ακολούθησε.
"Έχε γειά Νατάσα!" φώνξε ο τσιφλικάς. "Ας γίνει το δικό σου! Θα έχεις αυτο που περίμενες στέκοντας εδώ στο κρύο. Ο Θεός μαζί σου!"
Ο χαζούλης κούνησε τα κουπιά, και βάρκα, σκονταφτοντας σε ένα μεγάλο κομται παγου, πήγε να συναντήσει τα ψηλά κύματα.
"Τράβα κουπί Πετράκη, δωσ' του!" είπε ο Λιτβίνοφ. "Πιο μακριά, όσο πιο μακριά!"
Ο Λιτβίνοφ, κρατημένος από την κουπαστή της βάρκας, ταρακουνιόταν, έχοντας τα μάτια του στραμμένα στη στεριά. Εξαφανίστηκε η νατάσα του, εξαφανίστηκαν τα φωτάκια από τις καμινάδες, εξαφανίστηκε, τελικά, κι η ακτή.
"Γύρνα πίσω!" άκουσε τότε μια γυναικεία, σπασμένη φωνή.
Και στο "γύρνα" αυτό του φάνηκε ότι διέκρινε απελπισία
"Γύρνα!"
Η καρδιά του Λιτβίνοφ χτύπησε δυνατά... Τον φώναζε η γυναίκα του. Και στο χωριό οι καμπάνες καλούσαν στο χριτουγεννιάτικο όρθρο.
"Γύρνα!" είπε πάλι, ικετευτικά, η ίδια φωνή.
"Πάμε πίσω!" είπε ο Λιτβίνοφ, σκουντώντας το χέρι του χαζούλη.
Αλλά ο χαζούλης δεν άκουγε. Σφίγγοντας τα δίνοτα από τον πόνο και κοιτώντας με ελπίδα μακριά, κουνούσε τα μακριά του χέρια... Αυτουνού κανείς δεν του φώναξε "γύρνα", κι ο πόνος στο νεύρο, που άρχιζε και πάλι, γινόταν όλο και πιο δυνατόςκαι καυτός... Ο Λιτβίνοφ άρπαξε τα χέρια του και του τα τράβηξε πίσω. Αλλά τα χέρια ήταν σκληρά σαν πέτρα, και δνε ήταν εύκολο να τα αποσπάσεις απο τα κουπιά, Ήταν κι αργά πια. Ίσια καταπάνω στη βάρκα ερχόταν ένας τεράστιος όγκος πάγου. Ο πάγος αυτος θα έπρεπει να απαλλάξει για πάντα τον Πετράκη από τον πόνο...
Μέχρι το πρωί στεκόταν η χλωμή γυναίκα στην ακτή. Όταν, μισοπαγωμένη και εξουθενωμένη αποτο ηθικό μαρτυριο, την κουβάληξασν στο σπίτι και την ξάπλωσαν στο κρεβάτι, τα χείλη της έλεγαν ακόμα: "Γύρνα!"
Αυτή τη νύχτα των Χριστουγέννων είχε αγαπήσει τον άντρα της...
Κοιτούσε περα μακριά, όπου έχασκε ο ορίζοντας, σκεπασμένος απο βαθύ, αδιαπέραστο σκοτάδι. Δε φαίνονταν ούτε αστέρια, ούτε θάλασσα καλυμμένη με παγο, ούτε φώτα. Έβρεχε δυαντά...
"Τι να είναι άραγε εκεί κάτω;" σκεφτόταν η γυναίκα κοιτάζοντας μακριά, προφυλαγμένη απο τον αέρα και τη βροχή με μια μουσκεμένη κοντή γούνα και ένα σάλι.
Κάπου εκεί, σ' αυτό το αδιαπέραστο σκοτάδι, θα πρέπει να βρίσκεται την ώρα αυτή ο άντρας της, ο γαιοκτήμονας Λιτβίνοφ, με τα αλιευτικά του. Αν η χιονοθύελλα των τελευταίων δύο ημερών στη θάλασσα δε σκεπασε με χιόνι τον Λιτβίνογ και τους ψαράδες του, τώρα θα πρέπει να κατευθύνονται προς την ξηρά. Η θάλασσα φούσκωσε και σύντομα θ' αρχίσει να σπάει τους παγους καταπώς λενε. Οι πάγοι δεν μπορούν να αντέξουν τον άνεμο αυτό. Θα προλάβουν άραγε τα αλιευτικά έλκηθρά τους, βαριά και δυσκίνητα, να φτάσουν στην ξηρά προτύ η κατάχλωμη γυναίκα ν' ακούσει το μουγκρητό της θάλασσας που ξυπναει;
Ήθελε να κατέβει, οπωσδήποτε. Η κουπαστή μετακινήθηκ κάτω απο το χέρι της, και βρεμένη, γλίστρησε, της ξέφυγε σαν ψάρι. Αναγκάστηκε να καθίσει και να δοκιμάσει να την κατέβει στα τέσσερα, κρατημένη γερά από τα παγωμένα βρώμικα σκαλοπάτια. Φύσηξε ο αέρας και άνοιξε τη γούνα της. Το στέρνο της μύριζε ξυνίλα.
"Άγιε Νικόλαε, θαυματουργέ, η σκάλα αυτή δεν έχει τελειωμό!" ψιθύρισε η νεαρή γυναίκα, μετρώντας ένα ένα τα σκαλάκια.
Ήταν ακριβώς δεκαεννιά, και κατέβαιναν σε ευθεία γραμμή, κι όχι ελικοειδώς, σχηματίζοντας οξεία γωνία με την επιφάνεια του νερού. Ο άνεμος τα ταρακουνούσε με μανία από τη μία πλευρά στην άλλη, κι αυτά έτριζαν, σαν τάβλα έτοιμη να σπάσει.
"Ποιός είναι;" ακούστηκε μια αντρική φωνή.
"Εγώ, Ντενίς..."
Ο Ντενίς , ψηλός, μεγαλόσωμος γέροντας, με μακριά γκρίζα γενειάδα, στεκόταν στην ακτή, στηριγμένος σε εάν μεγάο μπαστούνι και κοιτώντας, κι αυτός, το αδιαπέραστο σκοτάδι. Στεκόταν κι έψαχνε ένα στεγνό σημείο στα ρούχα του, για ν' ανάψει πάνω εκεί ένα σπίρτο και να καπνίσει το τσιμπούκι του.
"Εσείς είστε, αρχόντισσα Νατάλια Σεργκέγεβνα;" ρώτησε με κατάπληκτη φωνή. "Σε τέτοιο χμό; Τι κάνετε εδώ; Με τη διάπλασή σας και μάλιστα μετά τη γέννα, ένα κρύωμα μπορεί να είναι αιτία θανάτου. Γυριστε σπίτι, μητερούλα!"
Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε το κλαμα μιας γριάς. Έκλαιγε η μάνα του ψαρά Γεφσέι, που είχε φύγει με τον Λιτβίνοφ για ψάρεμα. Ο Ντενίς αναστέναξε και κούνησε το χέρι.
"Έζησες κι εσύ γριά" είπε απευθυνόμενος στο κενό, "στον κόσμο ετούτο εβδομήντα χρονάκια, και σαν μικρό παιδί, δεν κατάλαβες τίποτα. Τα πάντα, ανόητη είναι θέλημα Θεού! Με τη γέρικη ανημπόρια σου, θα έπρεπε τώρα να κα΄θεσαι δίπλα στη σόμπα κιι όχι να στέκεσαι μέσα στην υγρασία! Πήγαινε στο καλό του Θεού!"
"Μα ο Γεφσέι μου, ο Γεφσέι! Έναν τον έχω, Ντενισάκι!"
"Θέλημα Θεού! Αν δεν του είναι γραμμένο να πεθάνει στη θάλασσα, τότε ακόμη κι αν η θάλασσα τον τσακίσει εκατό φορές, ζωντανός θα μείνει. Κι αν, μητέρα, του είναι γραφτό να βρεί το θάνατο αυτή τη φορά, τότε δε θα το κρίνουμε εμείς. Μην κλαίς, γριά! Δεν είναι μόνος του ο Γεφσέι στη θάλασσα! Είναι και ο άρχοντας Αντρέι Πετρόβιτς. Εκεί κι ο Φέντκα, κι ο Κουζμά, κι ο Ταρασένκο, ο Αλιόσκα..."
"Είναι όμως ζωντανοί, Ντενισάκο;" ρώτησε η Νατάλια Σεργκέγεβνα με τρεμάμενη φωνή.
"Ποιός να ξέρει, αρχόντισσα! Αν χθές, τρίτη μέρα τώρα, δεν τους πήρε η χιονοθύελλα, θα πρεπει να είναι ζωντανοί. Κι αν η θάλασσα δε σπάσει, τότε και πάλι θα είναι ζωντανοί. Δε βλέπειςόμως τι αέρας κι αυτός!"
"Κάποιος περπατάει στον πάγο!" είπε ξάφνου η νεαρή γυναίκα, με αφύσικα βραχνή φωνή, πισωπατώντας, σαν να φοβήθηκε.
Ο Ντενίς μισόκλεισε τα μάτια και αφουγκράστηκε.
"Όχι, αρχόντισσα, κανένας δεν ερχεται", είπε. "Ο χαζός ο Πέτκα κάθεται στη βάρκα και κουνάει τα κουπιά. Πετράκη!" φώναξε ο Ντενίς. "Κάθεσαι;"
"Κάθομαι, παππού!" ακούστηκε μια αδύναμη, άρρωστη φωνή.
"Πονάς;"
"Πονάω, παππού! Δεν έχω πια δυνάμεις!"
Στην ακτή, εκεί που άρχιζε ο πάγος, υπήρχε μια βάρκα. Στη βάρκα, στον πάτο της, καθόταν ένας ψηλός νεαρός με αδιανόητα μακριά πόδια και χέρια. Ήταν ο χαζο-Πετράκης. Με σφιγμένα τα δόντια και τρέμοντας ολόκληρος, κοιτούσε το μαύρο κενό, πασχόζοντας κι αυτός να διακρίνε κάτι. Κάτι περίμενε κι αυτός απο τη θάλασσα. Τα μακριά χέρια του κρατιόντουσαν από τα κουπιά, ενώ το αριστερό του πόδι ήταν διπλωμένο κάτω από το σώμα του.
"Πονάει ο χαζούλης μας!" είπε ο Ντενίς πλησιάζοντας τη βάρκα. "Το πόδι του πονάει του άμοιρου. Κι έχασε το μυαλό του από τον πόνο. Κι εσύ, βρε Πετράκη, καλύτερα να πήγαινες στη ζεστασιά! Εδώ θα κρυώσεις χειρότερα..."
Ο Πετράκης σιωπούσε. Έτρεμε και μόρφαζε απο τον πόνο. Του πονούσε ο αριστερός γοφός, το πίσω μέρος του, ακριβώς στο σημείο που περνούσε το νεύρο.
"'Αντε Πετράκη!" είπε ο Ντενίς με μαλακή, πατρική φωνή. "Πα 'νε, ξάπλωσε δίπλα στη σόμπα, κι ο Θεός θα δώσει, το πρωί το πόδι σου θα είναι καλύτερα!"
"Το νιώθω!" μουρμούρισε ο Πετράκης, σφίγγοντας τα σαγόνια του.
"Τι νιώθεις, χαζούλη;"
"Ο πάγος έσπασε".
"Πώς το νιώθεις;"
"Ακούω το θόρυβο. Το ένα βουητό είναι του αέρα, το άλλο του νερού. Κι ο άνεμος άλλαξε, έγινε πιο μαλακός, Καμια δεκαριά βέρστια από δω πέρα, σπάει τώρα ο πάγος".
Ο γέρος αφουγκράστηκε, για πολλή ώρα, αλλά μέσα στη γενική κοσμοχαλασιά δε διέκρινε τιποτα, ακτός απο το βουητό του ανέμου και το μονότονο ήχο της βροχής. Πέρασε μισή ώρα στην αναμονή και τη σιωπή. Ο άνεμος έκανε τη δουλειά του. ΓΙνόταν όλο και πιο κακός, και θα έλεγες ότι είχε αποφασίσει, παση θυσία, να σπάσει τον πάγο και να πάρει το γιο της γριάς και το σύζυγο της χλωμής γυναίκας. Η βροχή στο μεταξύ γινόταν όλο και πιο αδύναμη. Σύντομα έγινε τοσο αραιή που μπορούσες πια να διακρίνεις με΄σα στο σκοτάδι τις ανθρώπινες φιγούρες, το περίγραμμα της βάρκας και τη λευκότητα του χιονιού. Μέσα απο το βουητό του ανέμου μπορούσες τώρα να ξεχωρίσεις τις κωδωνοκρουσίες. Χτυπούσε η παλιά καμπάνα, πάνω, στο ψαράδικο χωριουδάκι. Οι άνθρωποι που έπεφταν σε χιονοθύελλα στη θάλασσα, έπρεπε να κατευθυνθούν προς αυτούς τους ήχους - ήταν το σωσίβιο από το οποίο αρπάχεται ο ναυαγός.
"Παππού, το νερό είναι πια κοντά! Το ακούς;"
Ο παππούς αφουγκράστηκε προσεχτικά. Τη φορά αυτή άκουσε ένα βουητό, που δεν έμοιαζε με του ανέμου ούτε με το θρόισμα των δέντρων. Ο χαζούλης είχε δίκιο. Δεν υπήρχε πια αμφιβολία ότι ο Λιτβίνοφ και οι ψαράδες του δε θα επέστρεφαν στη στεριά να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα.
"Ναι, βέβαια!" είπε ο Ντενίς. "Σπάει!"
Η γριά ούρλιαξε και σωριάστηκε κάτω. Η αρχόντισσα, μούσκεμα και τρέμοντας απο το κρύο, πλησίασε τη βάρκα κι έστησε αφτί. Τώρα άκουσε κι αυτή την απαίσια βουή.
"Μπορεί να είναι ο άνεμος!" είπε. "Ντενίς, είσαι σίγουρος ότι σπάει ο πάγος;"
"Είναι θέλημα Θεού!... Για τις αμαρτίες μας, κυρία..."
Ο Ντενίς αναστέναξε και συμπλήρωσε με τρυφερή φωνή:
"Πηγαίνετε επάνω, κυρία! Είστε ήδη εντελώς μουσκίδι".
Οι άνθρωποι που έστεκαν στην ακτή άκουσαν το σιγανό γέλιο, γέλιο παιδικό, ευτυχιμένο... Γελούσε η χλωμή νυναίκα. Ο ΝΤενίς ξερόβηξε. Πάντα έβηχε δυνατά όταν ήθελε να κλάψει.
"Έχασε το μυαλό της!" ψιθύρισε στη σκοτεινή σιλουέτα του άντρα δίπλα του.
Η ατμόσφαιρα έγινε πιο φωτεινή. Έλαμψε το φεγγάρι. Τώρα φαίνονταν όλα: και η θάλασσα με τους μισολιωμένους πάγους,και η αρχόντισσα, κι ο Ντενίς, κι ο χαζούλης ο Πετράκης, που μόρφαζε απο τον αβάσταχτο πόνο. Πιο πέρα στέκονταν οι χωρικοί που , για κάποιο λόγο, κρατούσαν στα χέρια ένα σκοινί.
Όχι μακριά απο την ακτή, ακούστηκε πρώτο φαρμακερό τρίξιμο. Σύντομα ακολούθησε και δεύτερο και τρίτο κι ο αέρας κατακλύστηκε απο έναν τρομαχτικό τριγμό. Η λευκή ατέλειωτη επιφάνεια κυμάτισε και σκοτείνιασε. Το τέρας ξύπνησε και άρχισε την ταραγμένη ζωή του. Το βουητό του ανέμου, ο θόρυβος του δάσους, τα βογκητά του Πετράκη και ο ήχος της καμπάνας, όλα πνίγηκαν στο μουγκρητό της θάλασσας.
"Πρέπει ν' ανέβουμε απάνω!" φώναξε ο Ντενίς. "Η ακτή θα πλημμυρίσει και θα πεταχτούν έξω οι πάγοι. Αλλά αρχίζει και ο όρθρος τώρα, παιδιά! Πηγαίνετε, μητερούλα αρχοντισσα! Ο Θεός το ήθελε!"
Ο Ντενίς πληρίασε τη Νατάλια Σεργκέγεβνα και την έπιασε προσεχτικά από τον αγκώνα...
"Πάμε μητερούλα!" είπε τρυφερά, με φωνή γεμάτη συμπόνια.
Η αρχόντισσα έσπρωξε με το χέρι της τον Ντενίς και ηκώνοντας ψηλά το κεφάλι πήγε προς τη σκάλα. Δεν ήταν πια τόσο θανάσιμα χλωμή: στα μάγουλά της παιχνίδιζε ένα υγιέστατο κόκκινο χρώμα, σαν να είχαν μεταγγίσει στον οργανισμό της φρέκο αίμα. Τα μάτια της δεν έμοιαζαν πια κλαμμένα, και τα χέρια που συγκρατούσν στο στήθος το σάλι της δεν έτρεμαν, όπως πρίν... Τώρα, καταλάβαίνε κι η ίδια ότι μόνη της, χωρίς βοήθεια από άλλους, θα μπορούσε να ανέωει την ψηλή σκάλα...
Φτάνοντας στο τρίτο σκαλί, σταμάτησε σαν κεραυνοβολημένη. Μπροστά της στεκόταν ένας ψηλός, γεροδεμένος άντρας με ψηλές μπότες και κοντή γούνα...
"Εγώ είμαι Νατάσα... Μη φοβάσαι!" είπε ο άντρας.
Η Νατάλια Σεργκέγεβνα παραπάτησε. Στον ψηλό προβάτινο σκούφο, στα μαύρα μουστάκια και τα μαύρα μαλλιά αναγνώρισε τον άντρα της, τον τσιφλικά Λιτβίνοφ. Ο άντρας τη σήκωσε στα χέρια και τη φίλησε στο μάγουλο, καλύπτοντάς την ταυτόχτονα με μια μυρουδιά από κραί και κονιάκ. Ήταν ελαφρώς μεθυσμένος.
"Να χαίρεσαι Νατάσα!" είπε. "Δε χάθηκα κάτω από το χιόνι και δεν πνιγηκα. Την ώρα της χιονοθύελλας, ε΄γω και οι ψαράδες μου φτάσαμε ως το Ταγκανρόκ, απ' όπου και ήρθα, σε σενα... και ήρθα..."
Ψεύδιζε, κι εκίνη, κατάχλωμη πάλι και τρέμοντας, τον κοιτούσε με κατάπληκτα, τρομαγμένα μάτια. Δεν πίστευε...
"Πώς μούσκεψες έτσι, πως τρέμεις!" μουρμούρισε εκείνος σφίγγοντάς την πάνω του...
Στο μεθυσμένο απο ευτυχία κι από ποτό πρόσωπό του απλώθηκε ένα απαλό, παιδκά γλυκό χαμόγελο... Τον περίμενε μέσα σ' αυτό το κρύο, μέσα στη νύχτα, μ' αυτό τον άθλιο καιρό! Αγάπη δεν είναι αυτό; Γέλασε απο ευτυχία...
Μια διαπεραστική κραυγή, που σου ξέσκιζε την ψυχή, ήρθε ως απαντηση στο ευτυχισμένο γέλιο του. Ούτε το μουγκρητό της θάλασσας, ούτε ο άνεμος, τίποτα δεν ήθαταν σε θέση να τη σκεπάσει. Με πρόσωπο παραμορφωμένο απο απόγνωση, η νεαρή γυναίκα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το ουρλιαχό που ξεπετάχτηκε από μέσα της. Ένα ουρλιαχτό που τα έλεγε όλα: και την παντρειά χωρίς τη θέλησή της, και την ακατανίκητη αντιπάθεια για τον άντρα της, και τη θλίψη της μοναξιάς, και, τέλος, την διαψευσμένη ελπίδα για μια ελεύθερη χηρεία. Όλη της η ζωή, με τις λύπες και τα δάκρυα και τον πόνο, ξεχύθηκε μ' αυτή την κραυγή, που δνε μπορούσαν να την πνίξουν ούτε οι πάγοι που έσπαγαν. Κι ο άντρας της την κατάλαβε αυτή την κραυγή, δε θα μπορούσε να μην την καταλάβει...
"Λυπάσαι που δεν με σκέπασε το χιόνι, που δνε με πλάκωσαν οι πάγοι!" ψιθύρισε.
Το κάτο χείλι του άρχισε να τρέμει, και στο πρόσωπότου απλώθηκε ένα πικρό χαμόγελο. Κατέβηκε απο το σκαλοπάτι και άφησε κάτω τη γυναίκα του.
"Ας γίνει το δικό σου, λοιόν!" είπε.
Γυρίζοντάς της την πλάτη, κατευθύνθηκε προς τη βάρκα. Πιο πέρα, ο Πετράκης, σφίγγοντας τα δόντια, τρέμοντας και πηδώντας στο ένα πόδι, τραβούσε τη βάρκα στο νερό.
"Για πού το 'βαλες;" τον ρώτησε ο Λιτβίνοφ.
"Πονάω, εξοχότατε! Θέλω να πνιγώ... Οι πεθαμένοι δεν πονάνε..."
Ο Λιτβίνοφ πήδηξε στη βάρκα. Ο χαζούλης τον ακολούθησε.
"Έχε γειά Νατάσα!" φώνξε ο τσιφλικάς. "Ας γίνει το δικό σου! Θα έχεις αυτο που περίμενες στέκοντας εδώ στο κρύο. Ο Θεός μαζί σου!"
Ο χαζούλης κούνησε τα κουπιά, και βάρκα, σκονταφτοντας σε ένα μεγάλο κομται παγου, πήγε να συναντήσει τα ψηλά κύματα.
"Τράβα κουπί Πετράκη, δωσ' του!" είπε ο Λιτβίνοφ. "Πιο μακριά, όσο πιο μακριά!"
Ο Λιτβίνοφ, κρατημένος από την κουπαστή της βάρκας, ταρακουνιόταν, έχοντας τα μάτια του στραμμένα στη στεριά. Εξαφανίστηκε η νατάσα του, εξαφανίστηκαν τα φωτάκια από τις καμινάδες, εξαφανίστηκε, τελικά, κι η ακτή.
"Γύρνα πίσω!" άκουσε τότε μια γυναικεία, σπασμένη φωνή.
Και στο "γύρνα" αυτό του φάνηκε ότι διέκρινε απελπισία
"Γύρνα!"
Η καρδιά του Λιτβίνοφ χτύπησε δυνατά... Τον φώναζε η γυναίκα του. Και στο χωριό οι καμπάνες καλούσαν στο χριτουγεννιάτικο όρθρο.
"Γύρνα!" είπε πάλι, ικετευτικά, η ίδια φωνή.
"Πάμε πίσω!" είπε ο Λιτβίνοφ, σκουντώντας το χέρι του χαζούλη.
Αλλά ο χαζούλης δεν άκουγε. Σφίγγοντας τα δίνοτα από τον πόνο και κοιτώντας με ελπίδα μακριά, κουνούσε τα μακριά του χέρια... Αυτουνού κανείς δεν του φώναξε "γύρνα", κι ο πόνος στο νεύρο, που άρχιζε και πάλι, γινόταν όλο και πιο δυνατόςκαι καυτός... Ο Λιτβίνοφ άρπαξε τα χέρια του και του τα τράβηξε πίσω. Αλλά τα χέρια ήταν σκληρά σαν πέτρα, και δνε ήταν εύκολο να τα αποσπάσεις απο τα κουπιά, Ήταν κι αργά πια. Ίσια καταπάνω στη βάρκα ερχόταν ένας τεράστιος όγκος πάγου. Ο πάγος αυτος θα έπρεπει να απαλλάξει για πάντα τον Πετράκη από τον πόνο...
Μέχρι το πρωί στεκόταν η χλωμή γυναίκα στην ακτή. Όταν, μισοπαγωμένη και εξουθενωμένη αποτο ηθικό μαρτυριο, την κουβάληξασν στο σπίτι και την ξάπλωσαν στο κρεβάτι, τα χείλη της έλεγαν ακόμα: "Γύρνα!"
Αυτή τη νύχτα των Χριστουγέννων είχε αγαπήσει τον άντρα της...